- αλλούβια
- τα (Γεωλ.)υλικά τα οποία αποθέτονται από ποταμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. μτγν. λατ. alluvia, πληθ. τού alluvium, ουδ. τού alluvius «αλλουβιακός» < λατ. alluo «κατακλύζω, πλημμυρίζω» < λατ. προθ. ad «προς» + luo «βρέχω, λούζω, πλένω».
Dictionary of Greek. 2013.